Ωδή Οδύνης
"Μη φοβάσαι", λέει η φωνή.
Αχαρτογράφητα νερά.
Μικροί έρωτες κ' ελεγείες.
Ελεγεία στη θλίψη της Νιότης.
Δημήτρης Λάγιος. Ένας καθαρός ακόμα που πέθανε. Άλλους τους πήρε μιαν αρρώστια, άλλοι αυτοκτόνησαν, άλλοι εξορίστηκαν για πάντα. Κρατάω με νύχια και με δόντια το θυμό και την οργή μου για όλα όσα βλέπω γύρω μου. Για όλα όσα νιώθω να με κατακλύζουν.
Κρατιέμαι από μιαν ανάμνηση που έρχεται όταν νιώθω πως πέφτω, πως δεν αντέχω πιο πέρα.
Είναι πρωί και ξυπνάω στην Αγκαλιά Του. Καλημέρα αγάπη μου, μου λέει και μου χαϊδεύει το πρόσωπο, τα μαλλιά. Το σώμα του, τα μάτια του, η καρδιά του - όλα είναι ζεστά. Στάζουν Αγάπη, Επιθυμία, Ομορφιά. Είναι τόσο δυνατή αυτή η ανάμνηση που μέσα στο λιοπύρι και στην κούραση - Άνω Χώρι - Κάτω Χώρι - και δωσ'του το ποδήλατο στην ανηφόρα στα χέρια και ξύπνημα 5 το πρωί και ξανά πίσω βράδυ και κανένας - ω, κανένας - να μην καταλαβαίνει, παρά μόνο να θέλουν όλοι, άντρες και γυναίκες να με ξεσκίσουν, να μην υπάρχω, να μη ζω, γιατί το φως πια είναι δυνατό και δεν κρύβεται και τυφλώνει - είναι τόσο δυνατή αυτή η ανάμνηση που όταν η καρδιά δεν αντέχει άλλο τη λύπη των ανθρώπων και πάει να λιποταχτήσει, όταν το σώμα πάει να καταρρεύσει - έρχεται και μου γραπώνει την κύρια αρτηρία, με ταρακουνάει συθέμελα και στάζει μέσα μου ζωή. "Κουράγιο, αγάπη μου.", μου λέει. "Είμαι εδώ. Θυμήσου". Και θυμάμαι αυτή τη στιγμή και νοερά μιαν υπόσχεση. Στην άλλη ζωή. Σε αυτή τη ζωή.
Τρέμει η καρδιά μου, η ψυχή μου, το σώμα μου, το μυαλό μου. Όλα σε θυμούνται. Αλλά η μορφή σου ακόμα θολή. Η ανάμνηση πια τελείως καθαρή. Πιάνομαι απ'τον κορμό της ελιάς που φυτρώνει μέσα στην πέτρα. Μονάχα εκεί βρίσκω καταφύγιο. Μέσα στη λάβα του καλοκαιριού παίρνω δύναμη. Συνεχίζω. Με ιδρώτα και δάκρυα. Αίμα απ'το Αίμα μου. Ψυχή της Ψυχής μου. Πού να'σαι; Κι όμως σε νιώθω κοντά. Όλο και πιο κοντά όσο βαδίζω με αλήθεια. Αρχίζω και θυμάμαι. Τα πέπλα φεύγουν ένα ένα. Και μόνο μέσα στην κρυστάλλινη καθαρότητα στο Διάφανο Φως μπορώ να σ' αγγίζω. Αυτό μου φτάνει για ν'αντέξω. Δεν ξέρω αγάπη μου. Δε γνωρίζω τίποτα από δω και πέρα. Ζητάω βοήθεια. Τί το έρεβος έχει μεγαλώσει, είναι οι σκιές παντού και με πνίγουν. Δε φοβήθηκα στα βάθη της Ινδίας, φοβάμαι στον ίδιο μου τον τόπο. Είναι εκείνος που γέννησε το φως κι εδώ χτυπάνε πρώτα. Μας χτυπάνε αλύπητα, από παντού, ορατά και αόρατα. Μας τάζουν. Μας τάζουν. Μας τάζουν. Και πολλοί από μας έχουν τσιμπήσει το δόλωμα και δεν μπορούν να βρουν πια τη γαλήνη. Δε γνωρίζω πόσοι έχουμε απομείνει όρθιοι, ακέραιοι.
Μου λένε τώρα : " Μπες μες το σκοτάδι, χωρίς πανοπλία, γυμνή." Κι εκεί που είναι αναμμένα πολλά τα φώτα και γίνεται πολλή φασαρία είναι το σκοτάδι. Κι εκεί που τα φώτα σβήνουν και μόνο το αηδόνι και το τριζόνι ακούγονται βρίσκεται το φως. Μή γελαστείς. Το Φως της Αβύσσου είναι η Δύναμη που θερίζει όλα τα Σκοτάδια του Κόσμου. Άπαξ κ' το λούστηκες όρτσα και μή φοβάσαι! Χιλιάδες τρισεκατομμύρια Όνειρα παλεύουν μαζί σου.
Και τα Όνειρα
θα πάρουν εκδίκηση
(Ατάκα της Μελίνας)
Άλκηστη

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου